- πόσος
- -η, -ο / πόσος, -η, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, -η, -ον, Α(ερωτ. αντων.)1. ποιας ποσότηταςα) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.)β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη συγκέντρωση;» β. «πόσο στρατό είχαμε;» γ. «νεῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ἑλληνίδων;», Αισχύλ.)γ) ως προς τον βαθμό, την ένταση, την ισχύ (α. «πόσος ήταν ο σεισμός;» β. «πόση αξιοπιστία έχει αυτός ο άνθρωπος;» γ. «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» ΚΔ.)δ) ως προς την αξία ή την τιμή (α. «πόσο κάνει το τυρί;» β. «πόσο πάει το κομμάτι;» γ. «πόσον δίδως δῆτα;», Αριστοφ.)ε) ως προς την απόσταση (α. «πόσο είναι η Αθήνα από δω;» β. «πόσον ἄπεστιν ἐνθένδε τὸ στράτευμα;», Ξεν.)στ) ως προς τον χρόνο (α. «πόσο θα μείνεις;» β. «πόσο χρόνο χρειάζεσαι;» γ. «πόσον τίν' ἤδη δῆθ' ὁ Λάϊος χρόνον ἀφαντος ἔρρει;», Σοφ.)2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πολύ (α. «πόσο έξω πέφτει!» β. «πόσο κουράστηκα!» γ. «ὁ δῆμος ἀναβοᾷ πόσον δοκεῑς;», Αριστοφ.)αρχ.φρ. «ἐπὶ πόσῳ;» — με ποιο τίμημα, πληρώνοντας πόσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτ. αντων. πό-σος είναι παράγωγο σε *-yo- IE επιρρήματος *kwoti (πρβλ. αρχ. ινδ. kati, λατ. quot). Για τη ρίζα τής λ. *kwo- και τον ιων. τ. κόσος, βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.